Ο ποντιακός ελληνισμός φαίνεται να ξεκινά από τον μύθο του Φρίξου και της Έλλης και τον θρύλο της Αργοναυτικής εκστρατείας. Ο Φρίξος, γιος της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας, συκοφαντήθηκε από την Ινώ, τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, και οδηγήθηκε στον τόπο της θυσίας. Την αδικία όμως δεν την ήθελαν ούτε οι θεοί, γι’ αυτό ο Δίας έδωσε την λύση. Ένα χρυσόμαλλο κριάρι εμφανίστηκε από τον ουρανό και ο Φρίξος με την αδελφή του την Έλλη, η οποία έκλαιγε για τον επικείμενο χαμό του, πήδηξαν στη ράχη του και πέταξαν μαζί του προς την Ανατολή. Όπως περνούσαν όμως πάνω από ένα θαλάσσιο στενό, η Έλλη ζαλίστηκε και έπεσε στο νερό, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Από τότε η θάλασσα αυτή πήρε το όνομά της και ονομάστηκε Ελλήσποντος, γιατί Πόντος στα αρχαία σήμαινε θάλασσα. Ο Φρίξος, μόνος του πια, συνεχίζει και φτάνει σε μια μακρινή χώρα, την Κολχίδα (σημερινή Γεωργία). Εκεί για να ευχαριστήσει τον Δία, θυσιάζει το κριάρι και το δέρμα του το χαρίζει στον τοπικό βασιλιά, τον Αιήτη. Ο βασιλιάς κρεμά το δέρμα σε μια βελανιδιά και βάζει έναν δράκοντα να το φυλάει. Αυτή είναι η πρώτη επαφή του Ελληνισμού με τον Πόντο.
Η δεύτερη είναι η Αργοναυτική εκστρατεία. Στην Ιωλκό, κοντά στον σημερινό Βόλο, βασίλευε ο Αίσονας, τον οποίο εκθρόνισε βιαίως ο αδελφός του Πελίας. Ο Ιάσωνας, γιός του Αίσονα, προσπάθησε να επαναφέρει την τάξη, γι’ αυτό και κάλεσε τον θείο του να εγκαταλείψει το θρόνο και να τον επιστρέψει στον πατέρα του. Ο Πελίας δεν αρνήθηκε, του ζήτησε όμως να φέρει πρώτα το χρυσόμαλλο δέρας από την Κολχίδα στην Ιωλκό και μετά θα εκπληρούσαι την επιθυμία του. Αυτό το έκανε βέβαια γιατί ήταν σίγουρος ότι ο ανιψιός του δεν θα επέστρεφε ζωντανός μετά από ένα τέτοιο ταξίδι.
Ο Ιάσωνας λοιπόν ξεκίνησε την εκστρατεία που ονομάστηκε Αργοναυτική εξαιτίας του ονόματος του πλοίου που τους μετέφερε, το οποίο ήταν ΄΄Αργώ΄΄. Το πλοίο αυτό το κατασκεύασε ο ξακουστός ναυπηγός, γιος του Φρίξου, ο Άργος.
Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν οι γονείς των ηρώων του Τρωικού πολέμου. Ο πατέρας του Αχιλλέα ο Πηλέας, ο πατέρας του Οδυσσέα ο Λαέρτης, ο Ηρακλής, ο Ορφέας, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, ο Θησέας, ο πατέρας του Αίαντα ο Τελαμώνας αλλά και η Αταλάντη, η μοναδική γυναίκα στο πλοίο.
Όταν έφτασε στην Κολχίδα ο Ιάσωνας είχε να αντιμετωπίσει τον βασιλιά Αιήτη, ο οποίος του ζητά να κάνει μια σειρά από άθλους για να του παραδώσει το δέρμα. Η επιτυχία του ήταν σίγουρη από τη στιγμή που έβαλε το χέρι της η κόρη του Αίαντα, Μήδεια, την οποία ο Ιάσωνας ερωτεύτηκε και πήρε μαζί του στην Ιωλκό.
Ο μύθος επίσης δηλώνει τους αιματηρούς αγώνες που κατέβαλαν οι Έλληνες στην αρχή της ιστορίας τους για τον έλεγχο του εμπορικού δρόμου προς τον Εύξεινο Πόντο, όπου πλέον εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Ο Εύξεινος Πόντος στην αρχή ονομαζόταν Άξενος Πόντος, δηλαδή αφιλόξενος. Ο όρος ΄΄Εύξεινος΄΄, που επικράτησε, αποτελεί ευφημισμό.
Ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης
Η Αργοναυτική εκστρατεία
Συνήθως οι άνθρωποι δεν εγκαταλείπουν την πατρίδα τους με προθυμία, και αν μάλιστα η χώρα που πηγαίνουν είναι άγνωστη για αυτούς, τότε είναι φανερό πως οι λόγοι που τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν θα ήταν δυνατοί. Μερικοί από αυτούς είναι οι κοινωνικές διαμάχες, οι εκτοπισμοί πολιτικών αντιπάλων, η αύξηση του πληθυσμού, η ανάγκη δημιουργίας καινούργιων αγορών, η εγκατάσταση εμπορικών διαμετακομιστικών σταθμών σε λιμάνια.
Οι Ίωνες με τα πλοία τους, έπλεαν στον Ελλήσποντο και στην Προποντίδα ακολουθώντας τις ακτές του Ευξείνου, όπου ψάρευαν, έκαναν εμπόριο και εγκαθιστούσαν οικισμούς σε όλες τις παραθαλάσσιες περιοχές. Η Μίλητος, που ήταν μεγάλο αποικιακό κράτος, λέγεται ότι ίδρυσε ογδόντα αποικίες σε αυτήν την περιοχή.
Η πρώτη ελληνική αποικία στον Εύξεινο Πόντο είναι η Ηράκλεια, αποικία των Μεγαρέων, έπειτα η Σινώπη, αποικία των Ιώνων της Μιλήτου, κατόπιν τα Κοτύωρα (σημερινή Ορντού), η Κερασούντα, η Τραπεζούντα, το Ρίζαιον και η Αθήνα αποικίες των Σινωπέων, δηλαδή ιωνικές, και στη συνέχεια, πιο πέρα, στις ανατολικές, βόρειες και δυτικές ακτές, έχουμε μια αλυσίδα από ελληνικές πόλεις όπως η Φάσις, η Διοσκουριάς, το Παντικάπαιον, η Ολβία, η Θεοδόσια, η Οδησσός κ.ά. που αποτέλεσαν σημαντικά αποικιακά κέντρα. Τέλος, το 562π.Χ. οι Ίωνες της Φώκαιας ίδρυσαν την Αμισό (Σαμψούντα).
Οι πηγές θεωρούν την ίδρυση ορισμένων αποικιών της Μιλήτου στα μέσα του 8ου αι. π.Χ., αλλά τα αρχαιολογικά ευρήματα παραπέμπουν σε ελληνικές εγκαταστάσεις που είχαν γίνει 100 έως 150 χρόνια νωρίτερα. Έτσι υποθέτουμε ότι μπορεί οι αρχαίες χρονολογίες να έχουν στηριχτεί σε λανθασμένα δεδομένα ή ότι οι αρχαιολόγοι δεν έχουν βρει τους χώρους των πρώτων ελληνικών εγκαταστάσεων. Στην περίπτωση πάντως που υπήρξαν αυτές οι πρώιμες αποικίες, μάλλον θα καταστράφηκαν από τις επιδρομές των Κιμμερίων στα μέσα του 7ου αι. π.Χ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και οι ελληνικές αποικίες επικρατούσαν στον Εύξεινο Πόντο, ο ελληνικός πολιτισμός δεν κατόρθωσε να διεισδύσει βαθιά στο εσωτερικό της χώρας.
Η παράκτια ζώνη του Ευξείνου προμήθευε στην Ελλάδα ψάρια, ξυλεία, βαφές, σιτάρι, μέταλλα, αγελάδες και βόδια. Χρησίμευε και στον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν από τα παράλια στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική φυλή απέκτησε δυναμική παρουσία ανάμεσα στις άλλες φυλές.
Στα επόμενα χρόνια οι άποικοι συνέχισαν να επικοινωνούν με τη μητροπολιτική Ελλάδα και ιδιαίτερα με το ιωνικό στοιχείο της Μιλήτου, από όπου κατάγονταν. Η νοσταλγία όμως τους έφερνε νοερά πιο κοντά στην παλιά τους πατρίδα δημιουργώντας έτσι έντονη συνείδηση της ελληνικότητάς τους.
Χάρτης του Πόντου 7ος – 4 ος αι. π.Χ
Από τον Εύξεινο Πόντο ως τη μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία, η Αθήνα κάνει αισθητή την παρουσία της στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα. Συνάπτει σχέσεις με τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας εξασφαλίζοντας έτσι την στήριξή τους, και παγιώνει την επιρροή της στον Εύξεινο Πόντο με την αποστολή του Περικλή.
Η Αθήνα με την αποστολή αυτή στόχευε να εδραιώσει τις εμπορικές της συναλλαγές με τις εκεί πόλεις γιατί έτσι θα εξασφάλιζε την προμήθεια άφθονων πρώτων υλών και τροφίμων. Επίσης αυτή η προσπάθεια θα είχε αντίκτυπο και στις συμμαχείς πόλεις, που έτσι και εκείνες θα απολάμβαναν σπουδαία ωφελήματα.
Για να εξασφαλίσει η Αθήνα την εμπορική επικοινωνία της με τον Εύξεινο Πόντο ήταν αναγκαίο να ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου. Το γεγονός της αποχής του Βυζαντίου είχε αποδείξει πόσο μεγάλος κίνδυνος 67 ήταν δυνατόν να προκύψει από τη χαλάρωση των συμμαχικών δεσμών με τις πόλεις της περιοχής.
Ο Εύξεινος Πόντος με την παροχή σιταριού και κριθαριού στην Αθήνα, εξασφάλιζε ένα μεγάλο μέρος της διατροφής του πληθυσμού της που αυξανόταν με ραγδαίους ρυθμούς. Επίσης γινόταν εισαγωγή παστών ψαριών και πολλών άλλων αγαθών (δερμάτων, ξυλείας κ.ά.).
Οι εμπορικές ανταλλαγές είχαν περιοριστεί κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων και έτσι η εμπορική κίνηση του Ευξείνου πέρασε σε πόλεις της περιοχής όπως η Ηράκλεια κ.ά. Μετά τη λήξη των πολέμων η Αθήνα σταμάτησε να δείχνει ενδιαφέρον στην συνέχιση και ανάπτυξη των εμπορικών της σχέσεων με τις πόλεις του Ευξείνου γιατί πλέον υπήρχε και η Αίγυπτος για την προμήθεια σιταριού και άλλων αγαθών. Όταν η Αθήνα και οι σύμμαχοί της έχασαν τον πόλεμο με τους Πέρσες στην Αίγυπτο, το 454π.Χ., τα δεδομένα άλλαξαν και το ενδιαφέρον της Αθήνας για την πλουτοφόρα περιοχή του Εύξεινου Πόντου ξαναγεννήθηκε.
Ο Περικλής θέλησε να τονώσει αμέσως τις επαφές και να αυξήσει τις εμπορικές συναλλαγές. Γι’ αυτό σκέφτηκε αρχικά να κάνει επίδειξη ισχύος με την εμφάνιση του αθηναϊκού στόλου στον Εύξεινο Πόντο, το 437π.Χ, εννοείται χωρίς σκοπούς επίθεσης. Πρώτη του ενέργεια ήταν η ανανέωση των εμπορικών συμφωνιών με τις ελληνικές πόλεις της περιοχής.
Ο αθηναϊκός στόλος κατέπλευσε στη νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου, συγκεκριμένα στη Σινώπη, όπου ο Περικλής άφησε στρατό και στόλο υπό τον Λάμαχο, για να βοηθήσει τους δημοκρατικούς να διώξουν τον τύραννο Τιμησίλαο που είχε εως τότε την εξουσία. Αργότερα, με ψήφισμα που πρότεινε ο Περικλής στην εκκλησία του δήμου, αποφασίστηκε να εγκατασταθούν εκεί εξακόσιοι Αθηναίοι ΄΄εθελονταί΄΄.
Μεταξύ Σινώπης και Τραπεζούντας βρίσκεται η Αμισός, παλιά αποικία των Μιλησίων. Η πόλη ονομάστηκε από τότε ΄΄Πειραιεύς΄΄ και εγκαταστάθηκαν και εκεί Αθηναίοι άποικοι.
Ο Περικλής κατάφερε να αναδείξει την Αθήνα ως ηγέτιδα της συμμαχίας και εξασφάλισε και για την ίδια και για τους συμμάχους της ελεύθερη κίνηση στον Εύξεινο Πόντο και σπουδαία εμπορικά ωφελήματα.
Αρχικά ας δούμε την διαδοχή των βασιλιάδων του ποντιακού κράτους. Ιδρυτές του βασιλείου ήταν οι Πέρσες σατράπες Αριοβαρζάνης Α΄(363-337) και Μιθριδάτης Α΄(337-302). Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Α΄ στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Μιθριδάτης Β΄(302-266) και έπειτα ακολούθησε ο Αριοβαρζάνης Β΄(266-255). Στην συνέχεια διαδέχθηκε ο Μιθριδάτης Γ΄(255-222), που είχε σύζυγό Ελληνίδα, την 68 κόρη του βασιλιά της Συρίας Σέλευκου. Ο διάδοχός του, ο Μιθριδάτης Δ΄(222-184), μεγάλωσε περισσότερο το κράτος που παρέλαβε από τον πατέρα του. Ακολούθησε ο Μιθριδάτης Ε΄ ο Ευεργέτης (157-120), και το 120π.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο τελευταίος βασιλιάς του Πόντου, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ ο Μέγας, επονομαζόμενος και Ευπάτωρ (120-63), που για πολλά χρόνια αναστάτωσε τη Ρώμη όπου δικαίως του δόθηκε ο χαρακτηρισμός του σημαντικότερου βασιλιά του Πόντου.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ είχε μητέρα την Λαοδίκη όπου μαζί με τους Έλληνες διανοούμενους που τον περιστοίχιζαν απέκτησε ελληνική παιδεία. Επίσης παντρεύτηκε Ελληνίδα. Η αγάπη του για το ελληνικό στοιχείο τον έκανε να προσπαθήσει να εξελληνίσει το κράτος του και να συνενώσει τον ελληνικό με τον περσικό πολιτισμό, και ως ένα σημείο τα κατάφερε.
Υπό την βασιλεία του Μιθριδάτη ΣΤ΄, νέα πρωτεύουσα του κράτους γίνεται η Σινώπη. Παραδοσιακή πρωτεύουσα του κράτους των Μιθριδατών ήταν η Αμάσεια, πατρίδα του μεγάλου γεωγράφου της αρχαιότητας Στράβωνα και πόλη όπου, το 1921, λειτούργησε το ΄΄δικαστήριο ανεξαρτησίας΄΄ του Κεμάλ, που οδήγησε στον θάνατο πολλούς αγωνιστές του Πόντου. Στην πόλη αυτή, στις όχθες του ποταμού Ίρη, βρίσκονται και οι τάφοι των Μιθριδατών.
Για 27 ολόκληρα χρόνια με τους τρεις Μιθριδατικούς πολέμους του, κράτησε σε αναταραχή την Ρώμη. Στον τελευταίο από αυτούς ο Πομπήιος, με μεγάλες δυνάμεις στρατού, νίκησε τον Μιθριδάτη, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον γιο του βασιλιά του Πόντου, τον Φαρνάκη Β΄, ο οποίος εναντιώθηκε στον πατέρα του (63π.Χ.).
Ο Μιθριδάτης καταδιωκόμενος, σε ηλικία 69 ετών, το 63π.Χ. έχασε τελικά τη ζωή του στο Παντικάπαιο της Ταυρικής χερσονήσου με τραγικό τρόπο. Για να αποφύγει τον εξευτελισμό στη Ρώμη, διέταξε τον υπασπιστή του να τον σκοτώσει για να μην πέσει στα χέρια του γιου του, ο οποίος θα τον παρέδιδε στον Πομπήιο. Αυτό ήταν το τέλος του Πόντιου Ελληνοπέρση και φιλέλληνα βασιλιά. Με το θάνατό του κατέρρευσε και το κράτος του, το οποίο διαμελίστηκε.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄
Μετά την πτώση του Μιθριδάτη ο Πόντος πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων, αλλά οι ελληνικοί πληθυσμοί συνέχισαν να προοδεύουν και να διατηρούν τον πολιτισμό τους αφού ουσιαστικά οι Ρωμαίοι ασκούσαν επιφανειακή εξουσία.
Η Τραπεζούντα συνέχισε την πρόοδό της λόγω της ευνοημένης θέσης της. Οι οδοί από τις κυριότερες πόλεις της ευρύτερης περιοχής κατέληγαν στο λιμάνι της, και οι έμποροι μετέφεραν από εκεί τα προϊόντα τους στην Ευρώπη και όχι μόνο. Με τις πρώτες όμως επιδρομές των Γότθων και των Βορανών εναντίον της (257μ.Χ.) η πόλη λεηλατείται, ερημώνει, και έτσι οδηγείται στην παρακμή. Αρχίζει να ακμάζει και πάλι τον 5ο αιώνα, όταν γίνεται σταθμός της πρώτης ρωμαϊκής λεγεώνας, και στα βυζαντινά χρόνια που αποτελεί κέντρο στρατιωτικού εφοδιασμού των Βυζαντινών στους πολέμους τους, εναντίον των Περσών και των Αράβων.
Το κράτος του Μιθριδάτη μετά το θάνατό του διαμελίστηκε ως εξής:
Το τμήμα δυτικά από τον Άλυ ποταμό, μέχρι την Καππαδοκία και ένα μέρος της Βιθυνίας προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος.
Την περιοχή δυτικά από τον Ίρι ποταμό (χωρίς την Αμισό) την πήρε ο τετράρχης της Γαλατίας (Μ. Ασίας) Δηιόταρος, ο οποίος την ένωσε με τη Γαλατία και την ονόμασε Πόντο Γαλατικό.
Στον πατροκτόνο γιο του Μιθριδάτη, τον Φαρνάκη, ο Πομπήιος χάρισε την Ταυρική (Κριμαία) η οποία πήρε το όνομα Κιμμέριος Βόσπορος.
Ο ανατολικός Πόντος δόθηκε το 36 π.Χ. στον Πολέμωνα, εγγονό του Μιθριδάτη και ονομάστηκε Πόντος Πολεμωνιακός. Το ανατολικότερο μέρος η χήρα του Πολέμωνα το έδωσε στον δεύτερο σύζυγό της, ο οποίος ήταν βασιλιάς της Καππαδοκίας και ονομάστηκε Πόντος Καππαδοκικός.
Εξελίξεις στον Πόντο έχουμε, πλέον, μετά την κυριαρχία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου, το 324μ.Χ., τον καθιστά μοναδικό κυρίαρχο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την ίδια χρονιά ο Κωνσταντίνος μετατρέπει το Βυζάντιο σε πόλη με το όνομά του, η οποία θα ήταν αφιερωμένη στη χριστιανική πίστη.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ξεκίνησε όταν ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη (η Νέα Ρώμη), το 324μ.Χ., και έπαψε να υπάρχει όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη, το 1453. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπήρξε ΄΄Βυζαντινή αυτοκρατορία΄΄ αλλά ένα ρωμαϊκό κράτος με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοί του ονόμαζαν τους εαυτούς τους ΄΄Ρωμαίους΄΄, ή απλώς ΄΄χριστιανούς΄΄, και την πατρίδα τους ΄΄Ρωμανία΄΄. ΄΄Βυζάντιος΄΄, μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό που είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Αν και στην αρχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα, εξαιτίας ορισμένων υπηρεσιών άρχισε να ανθεί και η ελληνική γλώσσα. Στον Εύξεινο Πόντο, το όριο διάδοσης της ελληνικής γλώσσας αντιστοιχούσε με τα σημερινά σύνορα ανάμεσα στην Τουρκία και τη Γεωργία.
Για το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος αλλά και για ολόκληρο τον Ελληνισμό, ο Πόντος χρήζει ιδιαίτερης σημασίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου το δυτικό μέρος του Πόντου ονομάζεται Ελενόποντος, προς τιμή της μητέρας του, της Ελένης.
Οι πατέρες της εκκλησίας που γεννήθηκαν και έζησαν στον Πόντο, ανέπτυξαν μεγάλη δράση όπου κυριαρχούσαν οι πόλεις με τους ελληνικούς και εξελληνισμένους πληθυσμούς. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Όσιος Αθανάσιος, ο Νίκων ο Μετανοείτε.
Ο ελληνικός πολιτισμός μαζί με τον χριστιανισμό διατηρήθηκαν στην περιοχή μέχρι τον βίαιο ξεριζωμό του 1922-24.
Δυστυχώς ο χρόνος ίδρυσης της μονής της Παναγίας Σουμελά δεν είναι γνωστός με ακρίβεια. Κατά μία άποψη η μονή ιδρύθηκε τα τέλη του 4ου αιώνα στο όρος Μελά της Τραπεζούντας. Ιδρυτές θεωρούνται δύο καλόγεροι από την Αθήνα, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, που πήγαν στον Πόντο εξαιτίας ενός ονείρου που είδαν.
Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα που τοποθέτησαν στη μονή οι δύο καλόγεροι ήταν ζωγραφισμένη από τον ευαγγελιστή Λουκά και βρισκόταν προηγουμένως στην Αθήνα, γι’ αυτό και η αρχική της ονομασία ήταν Παναγία Αθηνιώτισσα. Η μονή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο τόσο στην ανάπτυξη του πολιτισμού στον Πόντο όσο και στην 71 περίθαλψη των Ποντίων κατά τα δύσκολα χρόνια των τουρκικών διώξεων.
Στα νοτιοανατολικά του Βυζαντινού Δικαιόσημου, ή αλλιώς, Ματσούκας, εκτείνεται η κοιλάδα με το φαράγγι της Παναγίας που την διατρέχει το ομώνυμο ποτάμι. Η κοιλάδα είναι γεμάτη από ωραία ροδόδεντρα, την ποντική αζαλέα, και από πυκνό δάσος πεύκης, κλέθρου, πτελέας, σφενδάμου, κρανέας, μυρσίνης, ελάτης και πύξου, από την οποία πύξο, πήρε το όνομά του και ο Πυξίτης ποταμός που πήγαζε από τα υψίπεδα του όρους Κολάτ, μικρό τμήμα του οποίου αποτελούσε και το ποτάμι της Παναγίας. Πάνω από αυτό το ποτάμι, σε βράχο του όρους Μελά, βρίσκεται η μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μελά. Σύμφωνα με την παράδοση εκεί εναπόθεσαν την εικόνα της Θεοτόκου οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, οι οποίοι είναι άγνωστο πότε ήρθαν στη δυσπρόσιτη και αφιλόξενη αυτή περιοχή της Τραπεζούντας. Όπως λέγεται αυτό συνέβη στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στη διήγηση, όμως, του ταξιδιού τους, περιγράφονται εικόνες και γεγονότα του Βυζαντίου που αντιστοιχούν στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας, έτσι είναι πιθανό η εγκατάστασή τους στην περιοχή να τοποθετείται περί τον 10o αιώνα. Ακούγεται λογικό, διότι ο τόπος την περίοδο αυτή είχε ηρεμήσει από τους βαρβάρους, μέχρι να κάνουν την εμφάνισή τους οι τούρκικες φυλές και κυρίως οι Σελτζούκοι Τούρκοι του Ικονίου ή οι γειτονικοί Τζάνοι και Τσεπνήδες, ορεσίβιες φυλές που συχνά απειλούσαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Με πρωτεργάτη τον Ανδρόνικο τον Γίδων και στην συνέχεια οι αυτοκράτορες που τον ακολούθησαν, αναδιοργάνωσαν την άμυνα των ορεινών περασμάτων, ενδυνάμωσαν τα υπάρχοντα φρούρια και έκτισαν νέα. Ενίσχυσαν την ασκητική πολιτεία του όρους Μελά και ίδρυσαν ένα οργανωμένο μοναστικό κέντρο που θα έλεγχε τα ορεινά περάσματα και τις πύλες του Πόντου.
Ο πιο σημαντικός ευεργέτης της μονής ήταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, ο επιφανέστερος ίσως των Μεγάλων Κομνηνών, που βασίλευσε από το 1349 μέχρι το θάνατό του το 1390. Σύμφωνα με την παράδοση, η γαλέρα που τον μετέφερε από την Κωνσταντινούπολη καθώς περιέπλεε τα Πλάτανα, έπεσε σε θαλασσοταραχή. Τότε ο Αλέξιος ζήτησε τη βοήθεια της Παναγίας, η οποία του παρεσχέθη. Ο σεβασμός του Αλέξιου φαίνεται στον χρυσόβουλο λόγο που εξέδωσε υπέρ της μονής το 1364.
Το προνομιακό καθεστώς της μονής αποδέχθηκαν και οι Οθωμανοί κατακτητές. Ο σουλτάνος Σελίμ Α΄(1467-1520), γιος και διάδοχος του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ και της Γκιουλμπαχάρ Χατούν, δώρισε στη μονή πέντε λαμπάδες, ενώ επικύρωσε και ανανέωσε με αυτοκρατορικό διάταγμα τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στη μονή από τους Κομνηνούς αυτοκράτορες.
Μετά το 1923 και το διωγμό των Ελλήνων από την περιοχή, οι Τούρκοι πήραν τα χειρόγραφα και τα ιερά κειμήλια της μονής. Για ένα 72 διάστημα η μονή έγινε καταφύγιο λαθρεμπόρων, τα δε ξύλινα τμήματά της πυρπολήθηκαν το 1930. Από τα κειμήλια του μοναστηριού σώθηκαν η περίφημη εικόνα της Παναγίας, ο σταυρός που δώρισε στη μονή ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ΄(1390-1417) και το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου. Τα είχαν κρύψει σε κοντινή περιοχή της μονής οι καλόγεροι μετά την αναχώρησή τους το 1924. Το 1931 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με γράμμα του προς τον Ισμέτ Ινονού, πρωθυπουργό τότε της Τουρκίας, πέτυχε να δοθεί άδεια στον ιερομόναχο Αμβρόσιο Σουμελιώτη να πάει στη μονή, να βρει τα κειμήλια και να τα φέρει στο βυζαντινό μουσείο. Το 1951 οι Πόντιοι μετέφεραν την εικόνα της Παναγίας Σουμελά από το βυζαντινό μουσείο στο νέο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Η μονή της Παναγίας Σουμελά